- επιφύλιος
- ἐπιφύλιος, -ον (Α) [φυλή]αυτός που έχει διανεμηθεί στις ανθρώπινες φυλές («ἐπώνυμοι γῆς κἀπιφυλίου χθονὸς λαῶν ἔσονται», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κἀπιφυλίων — ἐπιφυλίων , ἐπιφύλιος distributed to the tribes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)